Ungersk-Grekisk ordbok »

érv betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
érv

το επιχείρημα◼◼◼

επιχείρημα (το)◼◼◼

θέση◼◼◻

σημείο◼◻◻

στιγμή◼◻◻

αναφορά◼◻◻

βαθμός◼◻◻

μνεία

όρισμα

érvel

λόγος◼◼◼

λογική◼◼◼

érvelés

επιχείρημα◼◼◼

τεκμηρίωση

Érvelési hiba

Λογική πλάνη

érverés

σφυγμός

érvény

ισχύς◼◼◼

νόμισμα◼◼◻

σώμα◼◻◻

érvényes

έγκυρος (-η-ο)◼◼◼

διαθέσιμος◼◻◻

ισχύω

érvényesség

ισχύς◼◼◼

εγκυρότητα◼◼◼

κύρος◼◼◻

δύναμη

νόμισμα

érvényesít

άσκηση◼◼◼

érvényesítés

επιβεβαίωση◼◼◼

(jog)érvényesítés

επιβολή/(αναγκαστική) εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή

érvénytelen

άκυρος◼◼◼

érvénytelenség

ακυρότητα◼◼◼

érvénytelenít

ακύρωση◼◼◼

διαγραφή◼◻◻

ακυρώνω

érvénytelenítés

ακύρωση◼◼◼

ανάκληση◼◼◻

a vízum három hónapig érvényes

η βίζα ισχύει για τρεις μήνες

Belgrád, Nándorfehérvár ('arch.'), Landorfehérvár ('arch.')

Βελιγράδι (Veligraði)

ellenérv

αντεπιχείρημα◼◼◼

fehérvérűség

λευχαιμία

12