Ungersk-Grekisk ordbok »

épp betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
középpont

κεντρικός◼◻◻

különbözőképpen

διαφορετικά◼◼◼

különösen, különösképpen

ιδιαίτερα

mindenképpen

οπωσδήποτε◼◼◼

εν πάση περιπτώσει◼◼◻

ούτως ή άλλως◼◼◻

πάντως◼◼◻

ασφαλώς◼◻◻

έτσι κι αλλιώς◼◻◻

σίγουρα◼◻◻

már éppen indultam, amikor...

μόλις έφευγα όταν...

másképp

διαφορετικά◼◼◼

αλλιώς◼◼◼

másképpen

αλλιώς◼◼◼

διαφορετικά◼◼◼

ειδάλλως◼◻◻

még éppen jókor jöttél

ήρθες πάνω στην ώρα

tulajdonképpeni

κατ' ουσίαν◼◼◼

εικονικός

12