Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

rét bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
rét

βοσκή◼◼◼

βοσκότοπος

λειμώνας/λιβάδι

χωράφι

réteg

στρώμα◼◼◼

στρώση◼◼◼

στιβάδα◼◼◻

επένδυση◼◼◻

πηγή◼◻◻

διάστρωση

Rétegtan

Στρωματογραφία◼◼◼

a szomszéd rétje mindig zöldebb

το ξένο είναι πιο γλυκό

του γείτονα είναι πάντα καλύτερο

arborétum

δενδροκομείο

dekrétum

διάταγμα◼◼◼

diszkrét

διακριτική◼◼◼

διακριτικός

εχέμυθος

diszkrét megjelenés

διακριτική παρουσία

fedőréteg

επικάλυψη/επιφανειακές γαίες/υπερκείμενα/πλεονάζον υλικό

hagyományos krétai ételek

παραδοσιακά κρητικά φαγητά, (konvencionális) συμβατικός (-ή-ό)

határréteg

οριακό στρώμα

inverziós réteg

στιβάδα αναστροφής

konkrét

συγκεκριμένος◼◼◼

συγκεκριμένος (-η-ο)◼◼◼

ειδικός◼◼◼

ιδιαίτερος◼◻◻

υλικός◼◻◻

konkrétan

δηλαδή◼◼◼

ήτοι◼◼◻

kréta

κιμωλία◼◼◼

γύψος◼◻◻

κρητίδα◼◻◻

κιμωλία [cimo̞ˈliˌa] , τεμπεσίρι [ˌte̞be̞ˈsiri] (from Turkish tebeşir)

κιμωλία/φυσικό ανθρακικό ασβέστιο

Κρητιδική

Kréta (időszak)

Κρητιδική περίοδος

Kréta felől jövet

ερχόμενος από την Κρήτη

légköri rétegződés

ατμοσφαιρικές στιβάδες

margaréta

μαργαρίτα

12