Griechisch | Ungarisch |
---|---|
στρώμα | réteg◼◼◼ matrac◼◻◻ védő◼◻◻ köpeny◼◻◻ alacsony◼◻◻ osztály◼◻◻ ágybetét◼◻◻ |
στρώμα (stróma) | matrac◼◼◼ |
στρώμα του όζοντος | |
ακτινοβολία περιβάλλοντος/ακτινοβολία υποστρώματος | |
ακτινοβολία υποστρώματος | |
αλάτι στρώσης (οδοστρώματος) | |
οριακό στρώμα | |
προστατευτικό στρώμα (αχύρου) | |
ρευστοστερεά κλίνη/ρευστοποιημένο στρώμα |