Griechisch | Ungarisch |
---|---|
πηγή | ok◼◼◻ eredet◼◻◻ származás◼◻◻ kezdet◼◻◻ beszerez◼◻◻ fakad◼◻◻ kút◼◻◻ |
πηγή (pigí) | forrás◼◼◼ |
πηγή (υδρολογία) | forrás◼◼◼ |
πηγή ατυχήματος | |
πηγή διάχυσης | |
πηγή εκπομπής | |
πηγή ενέργειας | |
πηγή πληροφορίας (πληροφόρησης, ενημέρωσης) | |
άμεση πηγή εκπομπών | |
έμμεση πηγή εκπομπών | |
ανανεώσιμη πηγή ενέργειας | |
γραμμική πηγή | |
γραμμική πηγή ήχου | |
ευθύγραμμη (επίπεδη) πηγή | |
η πηγή, η βρύση | |
μη ρυπαίνουσα (καθαρή) πηγή ενέργειας | |
πίδακας/κρήνη/πηγή/ψύκτης/κιβώτιο μελάνης | |
πεδίο/αγρός/ύπαιθρος/περιοχή ορυχείου (πετρελαιοπηγής) | |
πετρελαιοπηγή | |
σημειακή πηγή | pontforrás◼◼◼ |
ύδατα πηγής |