Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

hely bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
ökológiai élőhelyrész

οικολογική φωλεά

óvóhely

καταφύγιο

parkolóhely

(υπαίθριος) χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων

χώρος πάρκινγκ

χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων

patthelyzet

αδιέξοδο◼◼◼

πατ

pehely

πούπουλα◼◼◼

πούπουλο

régészeti lelőhely

αρχαιολογική θέση

αρχαιολογική θέση/αρχαιολογική τοποθεσία

αρχαιολογική τοποθεσία

régi veszélyes lerakóhely

παλαιά επικίνδυνη τοποθεσία (περιοχή)

rejtekhely

γιάφκα

κρησφύγετο

κρυψώνα

λημέρι

sebhely

ουλή◼◼◼

ουλή (oulí)◼◼◼

szabad ez a hely?

αυτή η θέση είναι ελεύθερη;

szálláshely

κατάλυμα◼◼◼

székhely

έδρα◼◼◼

κατοικία◼◼◻

θέση◼◼◻

διαμονή◼◻◻

αρχηγείο◼◻◻

δίψα

κάθισμα

καρέκλα

szemhélyfesték

σκιά

szennyezett hely

ρυπασμένη τοποθεσία (περιοχή)

szép helyen laksz

μένεις σε ωραίο μέρος, (pl. férő-) ο χώρος

színhely

σκηνή

szükséghelyzet

έκτακτη ανάγκη◼◼◼

szükséghelyzetben segítségnyújtás

βοήθεια για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης

születési hely

τόπος γέννησης◼◼◼

τόπος γέννησης, το μέρος

szülőhely

τόπος γέννησης

tartózkodási hely

κατοικία

telephely

εγκατάσταση◼◼◼

891011

Zuletzt gesucht