Griechisch | Ungarisch |
---|---|
πνευματική υγεία | ész◼◼◼ |
πολιτισμός/ (πνευματική) καλλιέργεια/παιδεία/κουλτούρα | |
προμήθεια (παροχή) ενέργειας/τροφοδότηση με ενέργεια | |
πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας | |
πυρηνική ενέργεια | |
πυρηνικός σταθμός ενέργειας | |
Ραδιενέργεια | |
σκέδαση ενέργειας/απώλειες ενέργειας | |
σκοτεινή ενέργεια | |
σταθμός ηλιακής ενέργειας | |
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας | erőmű◼◼◼ |
σταθμός παραγωγής πυρηνικής ενέργειας | |
σταθμός συνδυασμένης παραγωγής ενέργειας | |
στη υγειά μας! | |
στην υγειά μας | |
στην υγεία σου! | |
στρατιωτική περιοχή εκτός ενεργείας | |
συμβατική ενέργεια | |
συνέργεια | szinergia◼◼◼ |
σύστημα καλλιέργειας | |
σχέσεις υγείας-περιβάλλοντος | |
τελική χρήση της ενέργειας | |
τεχνική καλλιέργειας | |
τεχνολογία ηλιακής ενέργειας | |
το κάπνισμα βλάπτει την υγεία, κάνω κακό | |
το περιμένω με περιέργεια | |
Υγεία | Egészség◼◼◼ |
υγεία | friss◼◼◼ egészég◼◼◻ közérzet◼◻◻ |
υγεία (iía) | egészség◼◼◼ |
υγεία (η) | egészség◼◼◼ |
υγεία και ασφάλεια | |
υγεία του ανθρώπου | |
υδατοκαλλιέργεια | |
υδροηλεκτρική ενέργεια | |
υπόγεια | földalatti◼◼◼ alternatív◼◻◻ |