Griechisch | Ungarisch |
---|---|
κατανάλωση ενέργειας | |
κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας | |
κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας | |
κίνδυνος για την υγεία | |
Κινητική ενέργεια | |
λευκαύγεια | albedó◼◼◼ |
μαγεία | |
μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες | |
μέθοδος καλλιέργειας | |
μεσογειακό δάσος (της Μεσογείου) | |
μεσογειακό κλίμα (της Μεσογείου) | |
μεσογειακό ξύλο (δάσος) (της Μεσογείου) | |
μεσογειακός | mediterrán◼◼◼ |
μέτρο (ενέργεια) για τον μετριασμό | |
μη ανανεώσιμοι ενεργειακοί πόροι | |
μη ρυπαίνουσα (καθαρή) πηγή ενέργειας | |
μη συμβατική ενέργεια | |
μικροκαλλιέργεια | |
μικτή καλλιέργεια | |
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα | |
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος) | |
μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας | |
νομοθεσία (νόμοι) περί πυρηνικής ενέργειας | |
νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με (για) την ενέργεια | |
νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με την (για την) υγεία | |
ξηρική καλλιέργεια | |
οικονομία της ενέργειας | |
οστρακοκαλλιέργεια/καλλιέργεια μυδιών | |
οστρακοκαλλιέργεια/καλλιέργεια στρειδιών | |
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας | |
παλιρροϊκός σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας) | |
παραγωγή ενέργειας | |
παρενέργεια | melléktermék◼◼◼ |
περιέργεια | kíváncsiság◼◼◼ |
πηγή ενέργειας |