Griechisch | Ungarisch |
---|---|
γεια | helló◼◼◼ |
γεια (geia) | |
γεια (σχετικά ανεπίσημο) | |
γεια μας | |
γεια σου | halló◼◼◼ helló◼◼◼ |
γεια σου/σας! | |
έχω πολύ λίγη ενέργεια | |
αγορά ενέργειας | energiapiac◼◼◼ |
αγροκαλλιέργεια | |
αγροκαλλιέργεια (agrokalliérgeia) | |
Αιολική ενέργεια | Szélenergia◼◼◼ |
ανανεώσιμη πηγή ενέργειας | |
απειλή (κίνδυνος) για τα υπόγεια ύδατα | |
αποθήκευση ενέργειας | |
αρδευτική καλλιέργεια | |
αροτραία καλλιέργεια | |
βιολογική καλλιέργεια | |
βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας | |
βιομηχανία παραγωγής ενέργειας | |
βιομηχανική καλλιέργεια | |
βιομηχανική καλλιέργεια/εργοστασιακή κτηνοτροφία | |
βιοφωταύγεια | |
γεωθερμική ενέργεια | |
δίκτυο διανομής ενέργειας | |
δενδροκαλλιέργεια | |
διαχείριση της ενέργειας | |
διαύγεια | |
διενέργεια | tranzakció◼◼◼ |
είδος ενέργειας | |
εις υγείαν (eis ygeían), στην υγειά… (stin ygeiá…), ’ς υγεία’ ('s ygeía'), γεια μας (geia mas) |