Grekiska | Ungerska |
---|---|
στιγμή | |
στιγμή (η) | pillanat◼◼◼ |
(ugyanakkor) την ίδια ώρα/στιγμή | |
(jelenleg) προς το παρόν, (ez idáig) μέχρι στιγμής, για την ώρα | |
έιχε κανείς πρόσβαση στις τσάντες σας μέχρι στιγμής; | |
έχει πέσει η σύνδεση στο δίκτυο αυτή τη στιγμή | |
έχει πέσει το σύστημα αυτή τη στιγμή | |
αναρωτιόμουνα εαν θα ήθελες να βγούμε για ένα πότο κάποια στιγμή; | |
αυτή τη στιγμή | jelenleg◼◼◼ |
βρίσκεται με ένα πελάτη αυτή τη στιγμή | |
δε βλέπω τη στιγμή να | |
δεν έχω πάει, αλλά θα ήθελα να πάω κάποια στιγμή | |
δεν δουλεύω αυτή τη στιγμή | |
δεν με περνάει αυτή τη στιγμή | |
δεν υπάρχει κανείς για να απαντήσει στο τηλεφώνημα σας αυτή τη στιγμή | |
είμαι πολύ απασχολημένος / απασχολημένη αυτή τη στιγμή | |
θέλεις να πάμε για δείπνο κάποια στιγμή; | |
θέλεις να πάμε για φαγητό κάποια στιγμή; | |
θέλεις να πάμε να δούμε ένα έργο κάποια στιγμή; | |
θα είμαι μαζί σας σε μια στιγμή | |
κάνω ένα μάθημα αυτή τη στιγμή | |
μια στιγμή, παρακαλώ | |
πες μου εαν θα ήθελες να βρεθούμε κάποια στιγμή! | |
προς το παρόν, αυτή τη στιγμή | |
σας είναι εύκολο να μιλήσουμε αυτή τη στιγμή; | |
σημείο/στιγμή/αιχμή/βαθμός/βελόνα/σταθμός | |
συγγνώμη, δεν υπάρχει τίποτα αυτή τη στιγμή | |
συγγνώμη, είμαι απασχολημένος αυτή τη στιγμή | |
υποστιγμή | |
φτάσαμε την ίδια στιγμή (egyidejűleg) ταυτόχρονα |