Grekiska | Ungerska |
---|---|
δικαστής | |
δικαστικό σύστημα | |
δικηγόρος (που ειδικεύεται στο να μιλάει σε δικαστήρια) | |
διυλιστήριο πετρελαίου | olajfinomító◼◼◼ |
δραστήριος | aktív◼◼◼ |
δραστηριότητα | tevékenység◼◼◼ vállalat◼◼◻ aktivitás◼◼◻ működés◼◻◻ cég◼◻◻ |
δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο | |
δραστηριότητα του ανθρώπου | |
δράστης | bűnelkövető◼◼◼ |
δράστης (ο) | elkövető◼◼◼ |
δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη | |
δυσαρεστημένος (+ από/με vmivel) | elégedetlen◼◼◼ |
δυσάρεστος / δυσάρεστη / δυσάρεστο | |
εβδομηκοστός / εβδομηκοστή / εβδομηκοστό | |
εγγραφείτε/γραφτείτε στη λίστα ενημέρωσης | |
εγωιστής | |
εθολογία (επιστήμη της συμπεριφοράς) | |
είδα την αγγελία σας στην εφημερίδα | |
είδη οικοσυστημάτων | |
εικοστή | huszadik◼◼◼ |
εικοστός / εικοστή / εικοστό | |
εικοστός-δεύτερος / εικοστή-δεύτερη / εικοστό-δεύτερο | |
εικοστός-πρώτος / εικοστή-πρώτη / εικοστό-πρώτο | |
εικοστός-τρίτος / εικοστή-τρίτη / εικοστό-τρίτο | |
είμαι μέλος στο γυμναστήριο | |
είμαι στη θέση να..., mi a helyzet? τι γίνεται; | |
είναι ο πρώτος χρόνος μου στο πανεπιστήμιο | |
ειρηνιστής | |
εις υγείαν (eis ygeían), στην υγειά… (stin ygeiá…), ’ς υγεία’ ('s ygeía'), γεια μας (geia mas) | |
έκανα λάθος στη διεύθυνση | |
εκατοστός / εκατοστή / εκατοστό | |
εκκαθαριστής | felszámoló◼◼◼ |