Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
δυσάρεστος▼
δυσάρεστος (-η-ο)▼
δυσάρεστος / δυσάρεστη / δυσάρεστο▼
ενόχληση▼◼◼◼
αναστάτωση▼◼◼◻
προβλήματα▼◼◼◻
ενοχλώ▼
μπελάς▼
πλήξη▼
↑