Grekiska | Ungerska |
---|---|
ο οποίος | kik◼◼◻ melyik◼◼◻ milyen◼◼◻ akik◼◼◻ mit◼◼◻ mekkora◼◻◻ |
ο οποίος (η οποία, το οποίο) | aki◼◼◼ |
ο οποίος (η οποία, το οποίο), που | amely◼◼◼ amelyik◼◼◻ |
οπλοποιός | puskaműves◼◼◼ |
οποίος | amely◼◼◼ mely◼◼◻ amelyik◼◼◻ ami◼◼◻ ilyen◼◻◻ olyan◼◻◻ hogy◼◻◻ |
όποιος | bármely◼◼◼ bármilyen◼◼◻ bárki◼◻◻ |
όποιος (-α-ο) | |
όποιος (tsz: όσοι) | |
όποιος-α-ο: | |
όποιος και αν/να | |
όποιος/όσοι είναι εδώ | |
οποιοσδήποτε (οποιαδήποτε, οποιοδήποτε), όποιος-α-ο... και αν/να | bármelyik◼◼◼ |
ποιά είναι αυτή η στάση / ποιός είναι αυτός ο σταθμός; | |
ποιά είναι η επόμενη στάση / ποιός είναι ο επόμενος σταθμός; | |
σας σερβίρει κάποιος; | |
τραγουδοποιός | |
υποδηματοποιός | cipész◼◼◼ |
φαρμακοποιός | |
φαρμακοποιός (κάποιος που δουλεύει σε φαρμακείο) | gyógyszerész◼◼◼ |