Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
φαρμακοποιός (κάποιος που δουλεύει σε φαρμακείο)▼◼◼◼
φαρμακευτική▼◼◼◼
φαρμακείο▼◼◻◻
φαρμακευτικός▼◼◼◼
φαρμακευτικά απορρίμματα (απόβλητα)▼
↑