Grekiska | Ungerska |
---|---|
Πλοίο | Hajó◼◼◼ |
πλοίο | szállít◼◼◼ ér◼◼◻ csarnok◼◻◻ csónak◼◻◻ |
πλοίο (ploío) | hajó◼◼◼ |
ακάθαρτα έλαια (πλοίου) | |
ακάθαρτα ύδατα στον πυθμένα (στο κύτος) πλοίου | |
δεξαμενόπλοιο/πετρελαιοφόρο (πλοίο) | |
ρυμουλκό πλοίο | |
στη Νάξο πρέπει να αλλάξεις πλοίο | |
τί ώρα είναι το επόμενο πλοίο για ...; | |
το καράβι, το πλοίο |