Ungersk-Grekisk ordbok »

ér betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
ér

πρόσβαση◼◼◼

επαφή◼◼◼

σκάφος◼◼◻

πλοίο◼◼◻

δοχείο◼◼◻

αγγείο◼◻◻

έκρηξη◼◻◻

κοίτασμα◼◻◻

προσπέλαση◼◻◻

φλέβα◼◻◻

I. főnév η φλέβα II. ige (vmennyit) αξίζω (-σω)

αιμοφόρο αγγείο

αξίζω

αρτηρία

νεύρο

éra

εποχή

érbresztőóra

ξυπνητήρι

érc

μεταλλικός◼◼◼

μέταλλο

érdek

συμφέρον (το)◼◼◼

το συμφέρον (tsz: συμφέροντα)◼◼◼

ενδιαφέρον◼◼◻

επιτόκιο◼◻◻

τοκομερίδιο

τόκος

ενδιαφέρω

νιτερέσο

érdek(esség)

ενδιαφέρον (το, tsz. ενδιαφέροντα)

érdekcsoport

ομάδα συμφερόντων◼◼◼

ομάδα πίεσης

érdekek egyensúlya

στάθμιση συμφερόντων

érdekel

συμφέρον◼◼◼

ενδιαφέρον◼◼◼

νοιάζει

νοιάζομαι

τόκος

érdekel (→ ενδιαφέρομαι érdeklődik)

ενδιαφέρω

érdekellentétek

σύγκρουση συμφερόντων◼◼◼

érdekelne ebben a helyzetben

αίμα

με ενδιαφέρει αυτή η θέση

12