Grekiska | Ungerska |
---|---|
εκτός | |
εκτός (ektós), πλην (plin), με εξαίρεση (me exéresi), αλλά (allá) | kivéve -t, csak (after a negative sentence), csak nem (after a positive sentence) |
εκτός αν | kivéve, ha◼◼◼ kivéve ha◼◼◼ |
εκτός από | kívül◼◼◼ eltekintve◼◼◻ leszámítva◼◼◻ |
εκτός εάν | kivéve ha◼◼◼ |
εκτός λειτουργίας | üzemen kívül◼◼◼ |
εκτός λειτουργείας | |
εκτός χώρου παραγωγής | |
ανεκτός | elviselhető◼◼◼ |
αποδεκτός | elfogadható◼◼◼ elfogadott◼◼◻ |
δε θα έρθω εκτός αν αλλάξει κάτι | |
δεκτός | elfogadható◼◼◼ |
εκλεκτός | |
παραδεκτός | |
στρατιωτική περιοχή εκτός ενεργείας | |
ταξίδι (μετακίνηση) εκτός περιόδου αιχμής | |
υπάρχει μείωση τιμής για τις ώρες εκτός αιχμής; |