Ungersk-Grekisk ordbok »

egyetlen betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
egyetlen

αλλά

απλώς

αποκλειστικός

ατομικός

γλώσσα

εκτός

μεμονωμένος

μοναδικός

μόνο

μόνος

πέλμα

σόλα

egyetlen gyermek

μοναχοπαίδι

ez az egyetlen szín, ami önöknek van?

το έχετε μόνο σε αυτό το χρώμα;

kegyetlen

άγριος

απηνής

σκληρός

σκληρός (sklērós)

φρικαλέος