Grekiska | Ungerska |
---|---|
αυτοί | ő◼◼◻ ami◼◻◻ olyan◼◻◻ ilyen◼◻◻ |
αυτοί (aftí) | ők◼◼◼ |
αυτόκαυστο | autokláv◼◼◼ |
αυτοκίνητο | gépkocsi◼◼◻ kocsi◼◻◻ vagon◼◻◻ |
Αυτοκίνητο | autó◼◼◼ |
αυτοκίνητο (aftokínito) | kocsi◼◼◼ |
αυτοκίνητο (το) | autó◼◼◼ |
αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως/Ι.Χ. | |
αυτοκίνητο όχημα/όχημα με κινητήρα | |
αυτοκινητόδρομος | út◼◼◼ autóút◼◼◻ |
αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας | |
αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος | |
αυτοκινητόδρομος/οδός ταχείας κυκλοφορίας | |
αυτόκλειστο | autokláv◼◼◼ |
αυτοκόλλητο | matrica◼◼◼ |
αυτοκράτειρα | |
αυτοκρατία | |
αυτοκράτορας | |
αυτοκρατορία | |
αυτοκρατορικός | |
αυτοκράτωρ | |
αυτοκτονία | öngyilkosság◼◼◼ |
αυτοκτονία (aftoktonía) | öngyilkosság◼◼◼ |