Grekiska | Ungerska |
---|---|
αυτο- | |
αυτοάμυνα | önvédelem◼◼◼ |
αυτοέλεγχος | |
αυτοί | az◼◼◼ hogy◼◼◼ amely◼◼◼ ők◼◼◻ ő◼◼◻ ami◼◻◻ olyan◼◻◻ ilyen◼◻◻ |
αυτοί (aftí) | ők◼◼◼ |
αυτοαποκαλούμενος | úgynevezett◼◼◼ |
αυτοβιογραφία | |
αυτογνωσία | önismeret◼◼◼ |
αυτοδιάθεση | |
αυτοεκτίμηση | önbecsülés◼◼◼ |
αυτοεξυπηρέτηση | önkiszolgáló◼◼◻ |
αυτοκίνητο | gépkocsi◼◼◻ kocsi◼◻◻ vagon◼◻◻ |
Αυτοκίνητο | autó◼◼◼ |
αυτοκίνητο (aftokínito) | kocsi◼◼◼ |
αυτοκίνητο (το) | autó◼◼◼ |
αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως/Ι.Χ. | |
αυτοκίνητο όχημα/όχημα με κινητήρα | |
αυτοκινητόδρομος | út◼◼◼ autóút◼◼◻ |
αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας | |
αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος | |
αυτοκινητόδρομος/οδός ταχείας κυκλοφορίας | |
αυτοκράτειρα |