dicţionar Maghiar-Greac »

vezet înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
csővezeték

αγωγός/σωληνώσεις

édesvízi szervezet

οργανισμός γλυκέων υδάτων

Egészségügyi Világszervezet

Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας◼◼◼

Egyesült Nemzetek Szervezete

Ηνωμένα Έθνη◼◼◼

Egyesült Nemzetek (Szervezete)

Ηνωμένα Έθνη◼◼◼

elektromos vezeték

ηλεκτρική γραμμή (μεταφοράς ισχύος)

elővásárlási övezet

περιοχή προτιμησιακής αγοράς

élvezet

απόλαυση◼◼◼

ευχαρίστηση

η απόλαυση, η ευχαρίστηση

ηδονή

κέφι

χαρά

epevezeték

χολαγγείο

Észak-atlanti Szerződés Szervezete

ΝΑΤΟ

Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου

Európai Biztonsági és Együttműködési Szervezet

Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη◼◼◼

félrevezet

εξαπατώ

παραπλανώ

félrevezetés

παραπλάνηση◼◼◼

félrevezető

παραπλανητικός◼◼◼

felső erősáramú vezeték

εναέρια γραμμή (μεταφοράς ενέργειας)

Félvezető

Ημιαγωγός◼◼◼

Gázai övezet

Λωρίδα της Γάζας (Lorída tis gázas)◼◼◼

Gazdasági Együttműködési és Fejlesztési Szervezet

Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης◼◼◼

gazdaszervezet

ξενιστής◼◼◼

gázvezeték

αγωγός αερίου◼◼◼

genetikailag módosított szervezet

γενετικά τροποποιημένος οργανισμός

gyakorolnom kell a vezetést

πρέπει να εξασκηθώ / κάνω εξάσκηση στην οδήγηση

gyalogos övezet

ζώνη κυκλοφορίας πεζών

hasznos szervezet

ωφέλιμος οργανισμός

haszonélvezet

επικαρπία◼◼◼

házvezető

καμαριέρα

vezető

αγωγός◼◼◼

húgyvezeték

ουρητήρας◼◼◼

idegenvezető

ξεναγός

ξεναγός (ο/η)

ο/η ξεναγός

ipari övezet meghatározás

σχέδιο βιομηχανικής χρήσης της γης/υποδιαίρεση σε ζώνες

iparinövény (szervezet)

βιομηχανικό φυτό (οργανισμός)

1234