dicţionar Maghiar-Greac »

vezet înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
iparinövény (szervezet)

βιομηχανικό φυτό [οργανισμός]

járművezető

οδηγός◼◼◼

játékvezető

διαιτητής

δικαστής

jogosítvány (vezetői engedély)

δίπλωμα οδήγησης

jogrendszer szervezete

οργάνωση του νομικού συστήματος

jogszabálytervezet

σχέδια νόμου/νομοσχέδια

kér magnós idegenvezetést?

θα θέλατε έναν ακουστικό-οδηγό;

ki vezet ma éjjel?

ποιός οδηγεί απόψε;

környezetvédelmi szervezet

οργανισμός προστασίας του περιβάλλοντος

kórokozó szervezet

παθογόνος οργανισμός

közigazgatási szervezet

διοικητικό όργανο/διοικητικός οργανισμός

láthatnám a vezetői engedélyét?

μπορώ να δω το δίπλωμα οδήγησης σας;

levezet

συμπεραίνω

levezetés

παραγωγή◼◼◼

συμπέρασμα◼◼◻

magasfeszültségű vezeték

γραμμή υψηλής τάσης

megbízott vezetés

κατ' ανάθεση διαχείριση

Meteorológiai Világszervezet

Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός◼◼◼

mikor indul a következő vezetett túra?

τι ώρα ξεκινάει η επόμενη ξενάγηση;

minden út Rómába vezet

όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη

mozdonyvezető

οδηγός τραίνου

vezető

εργοδηγός

ne felejtse, hogy a ... oldalon vezetünk

θυμηθείτε να οδηγείτε στα ...

ne igyon ha vezet

μην πίνετε και οδηγείτε

nem célzott szervezet

μη στοχευόμενος οργανισμός

nem-kormányzati szervezet

μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ)

Nemzetközi Polgári Repülési Szervezet

Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας◼◼◼

nemzetközi szervezet

διεθνής οργανισμός◼◼◼

nevezetesen

δηλαδή◼◼◼

ήτοι◼◼◼

κυρίως◼◼◻

nyelvezet

γλώσσα◼◼◼

oktatás szervezete

οργάνωση της διδασκαλίας

olajvezeték

αγωγός μεταφοράς πετρελαίου/πετρελαιαγωγός

osztályvezető

προϊστάμενος (ο)◼◼◼

τμηματάρχης◼◻◻

övezet

ζώνη◼◼◼

περιοχή◼◼◻

πεδίο◼◻◻

2345