dicţionar Maghiar-Greac »

vaj înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
vaj

βούτυρο◼◼◼

βούτυρο (voútyro)◼◼◼

βούτυρο (το)◼◼◼

λάδι

vajda

βοεβόδας◼◼◼

vajdaság

βοεβοδάτο◼◼◼

Vajdaság

Βοϊβοντίνα

vajon

που◼◼◼

ότι◼◼◼

εάν◼◼◼

να◼◼◼

αν◼◼◻

ή◼◼◻

ναι◼◻◻

όταν◼◻◻

μήπως◼◻◻

έστω

είτε

πως

vajsav

βουτυρικό οξύ◼◼◼

βουτανικό οξύ◼◻◻

vajúdás

ωδίνες◼◼◼

γέννα

τοκετός

a tolvaj bedugott egy ikont a kabátja alá

ο κλέφτης έχωσε μία εικόνα κάτω από το παλτό του

alvajáró

υπνοβάτης

kakaóvaj

βούτυρο κακάο◼◼◼

mogyoróvaj

φιστικοβούτυρο◼◼◼

φυστικοβούτυρο◼◼◻

tedd be a vajat a hűtőbe!

βάλε το βούτυρο στο ψυγείο!

tolvaj

κλέφτης

κλέφτης (kléftis)

κλέφτρα

ληστής

tolvajnyelv

αργκό

zsebtolvaj

πορτοφολάς

állj, tolvaj!

σταμάτα, κλέφτη!