dicţionar Maghiar-Greac »

termel înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
termel

εμπόρευμα◼◼◼

αποφέρω

παράγω

termelékenység

παραγωγικότητα◼◼◼

αποδοτικότητα◼◻◻

αποτελεσματικότητα◼◻◻

παραγωγικότητα/αποδοτικότητα

termelékenységi trend

τάση (εξέλιξη) της παραγωγικότητας

termelés

παραγωγή◼◼◼

επίδειξη◼◻◻

termeléspolitika

πολιτική για την παραγωγή

termelő

παραγωγός◼◼◼

γεωργός◼◼◼

κτηνοτρόφος◼◻◻

αγρότης◼◻◻

γεωργοκτηνοτρόφος◼◻◻

καλλιεργητής◼◻◻

termelő komposztálási tevékenysége

λιπασματοποίηση από τον παραγωγό

termelői felelősség

ευθύνη του παραγωγού

agrártermelés szabályozása

ρύθμιση της γεωργικής παραγωγής

biológiai termelés

βιολογική παραγωγή

bortermelés

αμπελουργία◼◼◼

elektromos energiatermelés

παραγωγή ηλεκτρισμού (ηλεκτρικού ρεύματος)

elektromos energiatermelés költsége

κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού

energiatermelés

παραγωγή ενέργειας◼◼◼

erdészeti termelés

δασική παραγωγή

δασοπονία

erőforrás kitermelése

εκμετάλλευση πόρου

felszín alatti víztermelés

εκμετάλλευση υπόγειου νερού

földgázkitermelés

εξαγωγή φυσικού αερίου

ipari termelés

βιομηχανική παραγωγή◼◼◼

ipari termelési statisztika

στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη βιομηχανική παραγωγή

kapcsolt energiatermelés

συμπαραγωγή/μικτή παραγωγή

kitermelés

εξόρυξη◼◼◼

εκμετάλλευση◼◼◻

απόκτηση◼◻◻

προώθηση◼◻◻

προαγωγή

kitermelőipar

εξορυκτική βιομηχανία

mezőgazdasági kitermelés

εκμετάλλευση καλλιεργειών

12