dicţionar Maghiar-Greac »

tő înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
a lehe legnagyobb jégkrém

το μεγαλύτερο δυνατό παγωτό

a tenger meglehesen nyugodt

η θάλασσα είναι αρκετά ήρεμη

adófize

φορολογούμενος◼◼◼

φορολογουμένη

aknave

γουδί

όλμος

akvarellfes

ακουαρελίστας

alapve

ουσιώδης◼◼◼

θεμελιώδης◼◼◼

βασικός◼◼◼

κύριος◼◼◻

ουσιαστικός◼◼◻

θεμέλιο◼◻◻

alapve kölcsönhatások

Θεμελιώδης αλληλεπίδραση

alapve élelmiszer

βασική τροφή

alapve élelmiszer követelmény

απαιτούμενες βασικές τροφές

alapveen

basically

βασικά

ουσιαστικά

στοιχειωδώς

συνοπτικά

amar

ερασιτεχνικά◼◼◼

ερασιτέχνης

ερασιτεχνικός

amarizmus

ερασιτεχνία

ερασιτεχνισμός

aszimmetrikus digitális előfizei vonal

ασύμμετρη ψηφιακή συνδρομητική γραμμή

asztalterí

το τραπεζομάντιλο

τραπεζομάντηλο

τραπεζομάντιλο

Atlasz (egyértelműsí lap)

Άτλας◼◼◼

auveze okta

εκπαιδευτής οδήγησης

auvezei vizsga

εξετάσεις οδήγησης

auvezei óra

μάθημα οδήγησης

baseball ü

ρόπαλο του μπείζμπολ

befekte

επενδυτής◼◼◼

bekö út

οδική πρόσβαση

beszélgetárs

συνομιλητής◼◼◼

betez

κορυφή

beveze

εισαγωγή◼◼◼

123