dicţionar Maghiar-Greac »

tölt înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
feltöltés

φορτίο◼◻◻

ανέγερση εγκατάστασης (οικοδομής)

feltöltődik

φόρτιση◼◼◼

füstölt

καπνιστός◼◼◼

füstölt hering

καπνιστή ρέγγα

füstölt lazac

καπνιστός σολωμός

holdtölte

πανσέληνος

időtöltés

χόμπι◼◼◼

ki kell töltse ezt a ...

θα πρέπει να συμπληρώσετε ...

kitölt

ολοκληρώσει◼◼◼

συμπληρώνω (-σω)

kitöltené a regisztrációs lapot?

θα μπορούσατε να συμπληρώσετε αυτο το έντυπο;

kitöltené ezt a nyomtatványt, kérem?

μπορείτε να συμπληρώσετε αυτό το έντυπο παρακαλώ;

letölt

μεταφόρτωση◼◼◼

κατεβάζω

letölteni

να ‘κατεβάσω’ / download

letöltés

μεταφόρτωση◼◼◼

καταφόρτωση◼◻◻

κατεβάζω

munkahelyen töltött órák

ώρες εργασίας

szeretem veled tölteni az időt

μου αρέσει να περνάω χρόνο μαζί σου

átöltözik

αλλάζω (-ξω) (ρούχα)

érezni, tölteni időt

περνώ, πέρσα, θα περάσω

újratölthető

επαναφορτιζόμενος◼◼◼

üzemanyagtöltő állomás

πρατήριο καυσίμων◼◼◼

πρατήριο καυσίμων/σταθμός πλήρωσης

σταθμός πλήρωσης

12