dicţionar Maghiar-Greac »

tölt înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
tölt

φορτίο◼◼◼

άδεια◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

πάσα◼◻◻

επιμέλεια◼◻◻

καταγγελία◼◻◻

φόρτιση◼◻◻

γεμίζω

συμπληρώνω

töltelék

γέμιση◼◼◼

töltet

φορτίο◼◼◼

κατηγορία◼◻◻

töltény

φυσίγγιο◼◼◼

σφαίρα◼◼◻

tölténytár

γεμιστήρας◼◼◼

περιοδικό

töltés

φόρτιση◼◼◼

φορτίο◼◼◻

töltött

γέμιση◼◼◼

töltöttség

φόρτιση◼◼◼

töltő

φορτιστής◼◼◼

töltőanyag

υλικό πλήρωσης (γέμισης, επιχωμάτων)◼◼◼

töltődik

φόρτιση◼◼◼

töltőtoll

πένα◼◼◼

στιλό

bányafeltöltés

πλήρωση ορυχείου (μεταλλείου)

elektromos töltés

ηλεκτρικό φορτίο◼◼◼

eltölt

περνώ (-άω, -άσω)

eltöltöttem két napot Párizsban

πέρασα δύο μέρες στο Παρίσι

fel kell töltenem a telefonomat

πρέπει να φορτίσω το κινητό μου

feltölt

αναφόρτωση◼◼◼

φόρτιση◼◼◼

(megtölt) γεμίζω (-σω), (akkumulátort) φορτίζω (-σω)

φόρτωμα

feltöltés

φόρτιση◼◼◼

μεταφόρτωση◼◼◻

αναφόρτωση◼◻◻

ευθύνη◼◻◻

κατηγορία◼◻◻

12