dicţionar Maghiar-Greac »

len înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
elkerülhetetlen

αναπόφευκτος◼◼◼

αναπότρεπτος

άφευκτος

elkerülhetetlenül

αναπόδραστα

αναπότρεπτα

αναπόφευκτα

ellen

κατά (+ birtokos eset)◼◼◼

έναντι◼◼◼

σχέση◼◼◻

εναντίον (+ birtokos eset)◼◻◻

κοντά◼◻◻

κόντρα

ενάντια

με

ellenáll

αντισταθούν◼◼◼

αντέχω

αντιστέκομαι

ellenállás

αντίσταση◼◼◼

αντοχή◼◼◼

η αντίσταση◼◼◻

ανθεκτικότητα (βιολογική)◼◼◻

δύναμη◼◻◻

αντίδραση◼◻◻

αντίθεση◼◻◻

οπισθέλκουσα◼◻◻

ellenállás (biológia)

ανθεκτικότητα (βιολογική)◼◼◼

ellenállhatatlan

ακαταμάχητος

ellenálló

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképes

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképesség

ανθεκτικότητα◼◼◼

ellenanyag

αντίσωμα◼◼◼

ellenére

παρά◼◼◼

μολονότι◼◼◻

μετά◼◼◻

αφού◼◼◻

κατόπιν◼◼◻

αργότερα◼◻◻

ύστερα◼◻◻

έπειτα◼◻◻

ενάντια

5678