dicţionar Maghiar-Greac »

kerül înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
kerül

κόστος◼◼◼

δαπάνη◼◼◻

τίμημα◼◻◻

αντίτιμο◼◻◻

(vmt) αποφεύγω (αποφύγω), (vmennyibe) κάνω, κοστίζω (-σω), στοιχίζω (-σω):

αποφεύγω

κάνω

κοστίζω

στοιχίζω

kerület

περιοχή◼◼◼

έκταση◼◻◻

δήμος◼◻◻

συνοικία◼◻◻

το διαμέρισμα, ο δήμος

kerülő

ο γύρος

kerülőút

παράκαμψη◼◼◼

παρακάμπτω

παρακαμπτήριος

(+ tárgyeset) kerül vmibe

κοστίζω

a félreértések elkerülése végett

για να μην υπάρξει καμία παρεξήγηση

adóelkerülés

φοροδιαφυγή◼◼◼

elkerül

παράκαμψη◼◼◼

καταστρατήγηση◼◼◻

αποφεύγω (αποφύγω)

elkerülhetetlen

αναπόφευκτος◼◼◼

άφευκτος

αναπότρεπτος

elkerülhetetlenül

αναπόδραστα

αναπότρεπτα

αναπόφευκτα

elkerülés

αποφυγή◼◼◼

καταστρατήγηση◼◻◻

παράκαμψη◼◻◻

απομάκρυνση◼◻◻

διαφυγή

elkerülő út

παράκαμψη

παρακάμπτω

παρακαμπτήριος

elnézést (figyelemfelkeltésre, valaki kikerülésekor, vagy bocsánatkérésre használható)

με συγχωρείτε (χρησιμοποιείται για να τραβήξετε την προσοχή κάποιου, για να προσπεράσετε κάποιοιν, ή για να ζητήσετε συγγνώμη)

elér, (időben) sikerül

προλαβαίνω (προλάβω)

12