dicţionar Maghiar-Greac »

kel înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
fel kell töltenem a telefonomat

πρέπει να φορτίσω το κινητό μου

fel kellene keresnie a fogászasszisztenst

θα χρειαστεί να κλείσετε ένα ραντεβού να δείτε τον υγιεινολόγο

felértékelés

ανατίμηση◼◼◼

αποτίμηση◼◼◼

felkel

(ágyból) σηκώνομαι (-θώ)

σηκώνομαι

felkél

σηκώνομαι

felkelés

εξέγερση◼◼◼

(népé) η εξέγερση

επαναστατώ

στάση

felkelt

αφυπνίζω

διεγείρω

ξυπνώ

fellázít (→ ξεσηκώνομαι fellázad, felkel)

ξεσηκώνω

ferronikkel

σιδηρονικέλιο

fészkelő terület

περιοχή φωλιάσματος

görögkeleti

ορθόδοξος

gyakorolnom kell a vezetést

πρέπει να εξασκηθώ / κάνω εξάσκηση στην οδήγηση

gyalogátkelőhely

διάβαση πεζών

gyalogosátkelő

διασταύρωση πεζών

gyomorfekély

έλκος◼◼◼

ha egy hét múlva nincs javulás, fel kell keresnie az orvosát

εαν δεν υποχωρήσει μέσα σε μια εβδομάδα, θα πρέπει να το κοιτάξει ένας γιατρός

ha éjfél után érnek vissza, használniuk kell az ajtócsengőt

σε περίπτωση που γυρίσετε μετά τα μεσάνυχτα θα χρειαστεί να χτυπήσετε το κουδούνι

hány órakor kell kijelentkeznem?

τι ώρα πρέπει να κάνω check out;

hfenekelés

ξυλιά

hol kell átszállni ... felé?

που πρέπει να αλλάξω για ...;

irodalmi értékelés

αξιολόγηση έντυπου υλικού

járókelő

διαβάτης

Játékelmélet

Θεωρία παιγνίων

jegyzékellenőrzés

εξέταση (διερεύνηση) φακέλων (αρχείων)

kárértékelés

εκτίμηση της ζημίας (βλάβης)◼◼◼

ki kell töltse ezt a ...

θα πρέπει να συμπληρώσετε ...

kiértékel

αξιολογώ

kiértékelés

αξιολόγηση◼◼◼

αποτίμηση◼◻◻

kikel

hatch◼◼◼

kinek kellene jelentenem?

σε ποιόν θα αναφέρω;

környezetértékelés

περιβαλλοντική αξιολόγηση

környezetértékelési szempont

κριτήριο περιβαλλοντικής αξιολόγησης

4567