dicţionar Maghiar-Greac »

indok înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
indok

λόγος◼◼◼

δικαιολογία◼◼◻

λογική◼◻◻

κίνητρο◼◻◻

indoklás

αναφορά◼◼◼

λόγος◼◼◼

δικαιολογία◼◼◻

δικαιολόγηση◼◼◻

indokol

λόγος◼◼◼

λογική◼◼◻

δικαιολογία◼◼◻

indokolatlan

αδικαιολόγητος◼◼◼

indokolt, igazolt

δικαιολογημένος (-η-ο)

indokolás

δικαιολόγηση◼◼◼

δικαιολογία◼◼◻