dicţionar Maghiar-Greac »

feladat înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
feladat

άσκηση◼◼◼

αποστολή◼◼◼

καθήκον◼◼◼

ευθύνη◼◼◼

λειτουργία◼◼◼

έργο◼◼◻

διαδικασία◼◼◻

εργασία◼◼◻

υποχρέωση◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

συνάρτηση◼◻◻

ασκώ◼◻◻

διεργασία◼◻◻

επιμέλεια◼◻◻

φορτίο◼◻◻

παρατηρητής◼◻◻

λειτούργημα◼◻◻

καταγγελία◼◻◻

παρατηρητήριο◼◻◻

υπευθυνότητα◼◻◻

επίθεση

πρόβλημα

χρέωση

(iskolai) η άσκηση

αγγαρεία

δουλειά

επιφορτίζω

λειτουργώ

az volt a feladatom, hogy...

η δουλειά μου ήταν να...

házifeladat

δουλειά σπιτιού

közfeladat

δημόσιο λειτούργημα◼◼◼

δημόσιο λειτούργημα/σώμα των δημοσίων υπαλλήλων

σώμα των δημοσίων υπαλλήλων