dicţionar Maghiar-Greac »

ert înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
értelem

πνεύμα◼◻◻

αιτία◼◻◻

σκοπός◼◻◻

βαθμός◼◻◻

λογική◼◻◻

πληροφορία◼◻◻

πρόθεση◼◻◻

δίκη◼◻◻

κρίση◼◻◻

δικαιολογία

χρησιμότητα

sens

γνωρίζω

συνείδηση

intelligence

αίσθηση

εξυπνάδα

ευφυΐα

νοημοσύνη

νους

το νόημα

értelem, jel, intés

νόημα (το)

értelemszerűen

φυσικά

értelmében

βάσει

értelmes

εύλογος

értelmetlen

αποκλίνων

értelmez

λήψη◼◼◼

értelmezés

ερμηνεία◼◼◼

διερμηνεία◼◼◻

κατασκευή◼◻◻

értelmezési módszer

μέθοδος ερμηνείας

értelmezési tartomány

πεδίο ορισμού

τομέας

Értelmező

Διερμηνέας (υπολογιστές)

értelmező

ερμηνευτικός (-ή-ό)

értelmiség

διανόηση

ιντελιγκέντσια

értelmiségi

πνευματικός

értem

καταλαβαίνω

értendő

εννοείται◼◼◼

1234