dicţionar Maghiar-Greac »

ellenáll înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
ellenáll

αντισταθούν◼◼◼

αντέχω

αντιστέκομαι

ellenállhatatlan

ακαταμάχητος

ellenállás

αντίσταση◼◼◼

αντοχή◼◼◼

η αντίσταση◼◼◻

ανθεκτικότητα (βιολογική)◼◼◻

δύναμη◼◻◻

αντίδραση◼◻◻

αντίθεση◼◻◻

οπισθέλκουσα◼◻◻

ellenállás (biológia)

ανθεκτικότητα (βιολογική)◼◼◼

ellenálló

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképes

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképesség

ανθεκτικότητα◼◼◼

elektromos ellenállás

ηλεκτρική αντίσταση◼◼◼

rovarölőszer ellenálló képessége

ανθεκτικότητα των φυτοφαρμάκων