dicţionar Maghiar-Greac »

együtt înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
együtt

μαζί (mazí)◼◼◼

μαζί (με)◼◼◼

ταυτόχρονα◼◼◻

σύνολο◼◼◻

αμέσως◼◼◻

συγκρότημα◼◻◻

κοντά◼◻◻

együtt dolgoztunk

δουλεύαμε παλιά μαζί

együtt dolgozunk

δουλεύουμε μαζί

együtt jártunk egyetemre

είμαστε συμφοιτητές

együtt jártunk iskolába

ήμαστε συμμαθητές

együtt kezdtük az egyetemet

πήγαμε πανεπιστήμιο μαζί

együttes

σύνολο◼◼◼

ένωση◼◼◼

ομάδα◼◼◻

στενή◼◼◻

όμιλος◼◼◻

σύναψη◼◼◻

ζώνη◼◼◻

συγκρότημα◼◻◻

συνδυασμένος◼◻◻

κοινός◼◻◻

σύνδεσμος

(pl. zenei) το συγκρότημα

ορχήστρα

együttes csatornahálózat

μικτό δίκτυο αποχέτευσης

együttes hatás

επίδραση συνδυασμού

együttesen

μαζί

együttható

συντελεστής◼◼◼

együttműködik

συνεργάζομαι

együttműködni

συνεργάζομαι

együttműködés

η συνεργασία◼◼◼

σύμπραξη◼◼◻

együttműködési elv

αρχή της συνεργασίας◼◼◼

együttműködési politika

πολιτική συνεργασίας

együttélés

συνύπαρξη◼◼◼

συγκατοίκηση◼◻◻

συμβίωση◼◻◻

együttérzés

συμπάθεια◼◼◼

ευσπλαχνία

12