dicţionar Maghiar-Greac »

csel înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
csel

δόλος

κόλπο

τέχνασμα

το κόλπο, (sportban) η προσποίηση

χαρτωσιά

cselekedet

πράξη◼◼◼

ενέργεια◼◼◻

υπόθεση◼◼◻

δράση◼◻◻

διάβημα

η πράξη

μετοχή

cselekmény

πράξη◼◼◼

ενέργεια◼◼◻

δίωξη◼◼◻

δράση◼◼◻

υπόθεση◼◻◻

αγωγή◼◻◻

κίνηση◼◻◻

θέμα

συνωμοσία

αγροτεμάχιο

πλοκή

cselekszik

δρω

ενεργώ

cselekvés

δράση◼◼◼

ενέργεια◼◼◻

πράξη◼◻◻

cselekvőképtelenség

ανικανότητα◼◼◼

cseleszta

τσελέστα◼◼◼

csellista

βιολοντσελίστας

csel

βιολοντσέλο

τσέλο

cselló / gordonka

τσέλο

cselszövés

δόλος

πλεκτάνη

ραδιουργία

cseléd

υπηρέτης

υπηρέτρια

a cselekmény elég összetett volt

η ιστορία ήταν περίπλοκη

12