Greacă | Maghiară |
---|---|
κόλπο | ciklus◼◼◼ |
κόλπος | hüvely◼◼◼ vagina◼◻◻ |
κόλπος (kolpos) | hüvely◼◼◼ vagina◼◻◻ |
κόλπος (kólpos) | öböl◼◼◼ |
κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα | |
Βοθνιακός κόλπος | |
Πόλεμος του Κόλπου | |
Ρεύμα του Κόλπου | |
το κόλπο, (sportban) η προσποίηση | |
Φινλανδικός κόλπος |