Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
δώρο▼◼◼◼
δωρεά▼◼◼◻
ωστόσο▼◼◻◻
δωρίζω▼
δόσιμο▼
παρόν▼
παρών▼
ταλέντο▼
χάρισμα▼
του χαρίζανε γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια▼
κατάστημα▼
φτιάχνουν δώρα ο ένας στον άλλο▼
δωρίζω (-σω), χαρίζω (-σω), κάνω δώρο▼
κερνώ▼
παρουσιάζω▼
προσκομίζω▼
προσφέρω▼
χαρίζω▼
δωρεά▼
δώρο▼
↑