Greacă | Maghiară |
---|---|
κατάστημα | üzlet◼◼◼ ügylet◼◼◻ létesítmény◼◼◻ fiók◼◻◻ raktár◼◻◻ vásárol◼◻◻ készlet◼◻◻ műhely◼◻◻ |
(εμπορικό) κατάστημα/συνεργείο (εργοστασίου) | |
πολυκατάστημα | áruház◼◼◼ |
το πολυκατάστημα, το μεγάλο κατάστημα | |
υποκατάστημα | fiók◼◼◼ bank◼◼◻ csoport◼◼◻ létrehoz◼◼◻ alapít◼◼◻ ágazat◼◻◻ hajt◼◻◻ |