dicţionar Maghiar-Greac »

össze înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
összehasonlítható

συγκρίσιμος◼◼◼

összehasonlítás

παραβολή◼◼◼

αντιπαράθεση◼◼◻

összehasonlító

συγκριτικός◼◼◼

összehasonlító jog

συγκριτικό δίκαιο

összehasonlító teszt

συγκριτική δοκιμή/συγκριτική εξέταση

összeházasít

παντρεύομαι

παντρεύω

összehúzódás

συστολή◼◼◼

összeillő

αντιστοίχιση◼◼◼

összejátszás

συμπαιγνία◼◼◼

συνεννόηση◼◼◻

összejövetel

εκδήλωση◼◼◼

γεγονός◼◻◻

γιορτή

πάρτι

összekapcsol

διασύνδεση◼◼◼

ζεύξη◼◻◻

σύνδεσμος◼◻◻

συνδέω

συνενώνω

összekavar

μπερδεύω

összekever

μπερδεύω

συγχέω

συγχύζω

összekever, összezavar (→

μπερδεύω

összekeveredik, összezavarodik)

μπερδεύομαι

összeköt

ενώνω

συνένωση

συνδέω

συνενώνω

összeköttetés

σύνδεση◼◼◼

σύνδεσμος◼◻◻

δεσμός◼◻◻

összemegy

μπαίνω

összeolvadás

συγχώνευση◼◼◼

ένωση◼◻◻

τήξη◼◻◻

összeolvasztás

συγχώνευση◼◼◼

σύντηξη◼◼◻

1234