dicţionar Maghiar-Greac »

ó înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
amerikai mogyoró

φυστίκι (fistíki)

amfóra

αμφορέας

amióta

από τότε που, αφότου

ammonifikáció

αμμωνιοποίηση

Ammónia

Αμμωνία◼◼◼

amortizáció

απόσβεση◼◼◼

υποτίμηση◼◻◻

amperóra

αμπερώριο◼◼◼

amplitúdó

πλάτος◼◼◼

amputáció

ακρωτηριασμός

αποκοπή

analitikus módszer

αναλυτική μέθοδος◼◼◼

analóg

αναλογικός◼◼◼

ανάλογος◼◼◻

συναφής◼◻◻

analógia

αναλογία◼◼◼

συνάφεια

Anatólia

Ανατολία◼◼◼

Μικρά Ασία

Anatómia

Ανατομία◼◼◼

anatómiai

ανατομικός◼◼◼

anatómus

ανατόμος

angolkór

ραχίτιδα

Anikó

Άννα

antológia

ανθολογία

antropológia

ανθρωπολογία

antropológiai

ανθρωπολογικός

antropológiai védett terület

προστατευόμενη περιοχή για ανθρωπολογικούς λόγους

antropológus

ανθρωπολόγος

anyahajó

αεροπλανοφόρο

anyó

γιαγιά

anyós

η πεθερά

anód

άνοδος◼◼◼

Apolló

Απόλλων◼◼◼

apoptózis

απόπτωση◼◼◼

aposztróf

απόστροφος◼◼◼

αποστροφή

apró

λεπτό◼◼◼

στιγμή◼◼◼

(melléknév) ψιλός-ή-ό, μικρούτσικος-η-ο, (aprópénz) τα ψιλά

91011