dicţionar Greac-Maghiar »

όρθιος înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
όρθιος

álló◼◼◼

όρθιος (-α-ο)

álló◼◼◼

I. főnév το πηγούνι II. ige στέκομαι (σταθώ) (όρθιος)

áll

σηκώνομαι (πάνω/όρθιος) (-θώ)

feláll