Greacă | Maghiară |
---|---|
δικαιολογία | indok◼◼◼ ok◼◼◼ indokol◼◼◻ magyarázat◼◼◻ indoklás◼◼◻ indokolás◼◻◻ értelem◼◻◻ kifogás◼◻◻ |
διοικητικό(ς) όργανο (φορέας) αρμόδιο(ς) για το περιβάλλον | |
διοικητικός όργανο φορέας αρμόδιος για το περιβάλλον | |
δοκιμασία για ανίχνευση ικανότητας καρκινογένεσης | |
δοσολογία | adagolás◼◼◼ |
δούλευα εδώ για ενιά χρόνια | |
δουλεύω για τον εαυτό μου | |
δυσαναλογία | |
δυσλειτουργία | meghibásodás◼◼◼ károsodás◼◻◻ romlás◼◻◻ |
ΔΧΠΠ (δοσολογία χωρίς παρατηρούμενες παρενέργειες) | |
δωμάτιο φυχαγωγίας | |
εαν δεν υποχωρήσει μέσα σε μια εβδομάδα, θα πρέπει να το κοιτάξει ένας γιατρός | ha egy hét múlva nincs javulás, fel kell keresnie az orvosát |
εγκατάσταση για την οποία απαιτείται έγκριση | |
εγκληματολογία | kriminológia◼◼◼ |
Εγκληματολογία | Kriminológia◼◼◼ |
εγχώρια τεχνολογία | |
εδαφολογία | |
έζησα στον καναδά για έξι μήνες | |
εθνική λογιστική για το περιβάλλον | |
Έθνος (κοινωνιολογία) | Nemzet◼◼◼ |
εθολογία (επιστήμη της συμπεριφοράς) | |
Είδος (βιολογία) | Faj◼◼◼ |
είμαι υπερήφανος για σένα | |
είμαστε ευγνώμονες για τη βοήθειά σας | |
είμαστε στο σωστό δρόμο για ...; | |
είναι διαθέσιμο μόνο με συνταγή γιατρού | |
είναι κανείς μέσα για ένα παιχνίδι ... |