ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

villám σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
villám

αστραπή

αστραπή (astrapí)

βροντή

κεραυνός

φλας

Villám

Αστραπή

villámcsapás

αστραπή

κεραυνός

villámhárító

αλεξικέραυνο

villámlik

αστράφτει

αυτό είναι αστραπή

villámlás

αστραπή◼◼◼

κεραυνός◼◼◻

villámlással

καταιγίδα

villámzár

φερμουάρ◼◼◼

Το ιστορικό σας