Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
όρνιθα▼◼◼◼
κότα (kóta) , όρνιθα (órnitha)▼◼◻◻
ορνιθόμορφα▼
κάλος▼
κοτέτσι▼
κύκνοι, πάπιες, χήνες▼
αυγά ελευθέρας βοσκής▼
↑