ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

török(ember/férfi - nő) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
török(ember/férfi )

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

török ember/férfi

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

Το ιστορικό σας