ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tép σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tép

δάκρυ

δακρύζω

σκίζω

σχίζω

Testépítés

Σωματοδόμηση

Το ιστορικό σας