ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σκίζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σκίζω

elszakít

könny

leszakít

szakít

tép

σχίζω/σκίζω (-σω)

elszakít