ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szett σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szett

σετ◼◼◼

elveszett

χαμένος

elveszett tárgyak

χαμένα αντικείμενα

eszeveszett

παράφορος

művészettörténelem

ιστορία της τέχνης

Művészettörténet

Ιστορία της τέχνης

művészettörténet

ιστορία της τέχνης

Természettudomány

Φυσική επιστήμη

tetszett?

σου άρεσε;

veszettség

θυμός

οργή

Το ιστορικό σας