ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szövetségi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szövetségi

ομοσπονδιακός◼◼◼

szövetségi hatóság

ομοσπονδιακή αρχή◼◼◼

szövetségi kormány

ομοσπονδιακή κυβέρνηση◼◼◼

szövetségi törvény

ομοσπονδιακός(ή) νόμος (νομοθεσία) (Γερμανία)

ομοσπονδιακός(ή) νόμος (νομοθεσία) [Γερμανία]

szövetségi állam

ομοσπονδία

Mikronéziai Szövetségi Államok

Μικρονησία

Nigériai Szövetségi Köztársaság

Νιγηρία

Német Szövetségi Köztársaság

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας◼◼◼

Το ιστορικό σας